κερβούκολος

κερβούκολος
κερβούκολος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ κερβούκολοι
είδος παιχνιδιού τών εθνικών κατά το νέο έτος, που απαγορευόταν να παίζεται από τους χριστιανούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”